καμωμένος

καμωμένος
η , ο
1) сделанный, изготовленный;

καμωμένος από μάρμαρο — сделанный из мрамора;

2) приготовленный, готовый;

δεν είναι καμωμένο ακόμα το φαγί — еда ещё не готова;

3) зрелый, спелый (о фруктах, овощах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καμωμένος" в других словарях:

  • καμωμένος — η, ο 1. φτειαγμένος, κατασκευασμένος, τελειωμένος 2. (για καρπούς) γινωμένος, ώριμος …   Dictionary of Greek

  • τομαρένιος, -ια, -ιο — καμωμένος από τομάρι, δερμάτινος, πέτσινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάμωτος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 17 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοκητικά στον δήμο Κοφινά. * * * η, ο 1. εκείνος που δεν είναι καμωμένος, ο μισοτελειωμένος «δουλειές ακάμωτες», «δρόμος ακάμωτος» 2.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • μικροκαμωμένος — η, ο 1. (γενικά) αυτός που έχει μικρές διαστάσεις 2. (για άνθρωπο ή ζώο) αυτός που έχει μικρό ανάστημα και λεπτά μέλη, λεπτοφυής, μικροφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + καμωμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. κάμνω (πρβλ. καλο καμωμένος)] …   Dictionary of Greek

  • ομορφοκάμωτος — και ομορφοκαμωμένος, η, ο αυτός που είναι φτειαγμένος όμορφα ομορφοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ομορφοκάμωτος < όμορφα + καμωτός (< κάμνω), πρβλ. καλο κάμωτος. Ο τ. ομορφοκαμωμένος < όμορφα + καμωμένος, μτχ. παρακμ. τού κάμνω (πρβλ. καλο… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»